- προσαναγράφειν
- προσαναγράφωrecordpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναγράφω — Α 1. αναγράφω ή καταγράφω κάτι επιπροσθέτως 2. επιτάσσω επί πλέον 3. (γεωμ.) συμπληρώνω το σχεδίασμα («κύκλον προσαναγράφειν», Ευκλ.) 4. μέσ. προσαναγράφομαι ζωγραφίζω την επιδερμίδα με χρώμα («προσαναγραψάμεναι τὰ λοιπά τοῡ χρωτός», Κλεάρχ.) … Dictionary of Greek